αμνηστεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνηστεύσιμος η αμνηστεύσιμη το αμνηστεύσιμο
      γενική του αμνηστεύσιμου της αμνηστεύσιμης του αμνηστεύσιμου
    αιτιατική τον αμνηστεύσιμο την αμνηστεύσιμη το αμνηστεύσιμο
     κλητική αμνηστεύσιμε αμνηστεύσιμη αμνηστεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνηστεύσιμοι οι αμνηστεύσιμες τα αμνηστεύσιμα
      γενική των αμνηστεύσιμων των αμνηστεύσιμων των αμνηστεύσιμων
    αιτιατική τους αμνηστεύσιμους τις αμνηστεύσιμες τα αμνηστεύσιμα
     κλητική αμνηστεύσιμοι αμνηστεύσιμες αμνηστεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμνηστεύσιμος < αμνηστεύω

Επίθετο

αμνηστεύσιμος, -η, -ο

  • αυτός που έχει τη δυνατότητα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να αμνηστευθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.