αμμότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμμότοπος οι αμμότοποι
      γενική του αμμότοπου των αμμότοπων
    αιτιατική τον αμμότοπο τους αμμότοπους
     κλητική αμμότοπε αμμότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμμότοπος < άμμ(ος) + -ό- + -τοπος

Ουσιαστικό

αμμότοπος αρσενικό

  1. τόπος γεμάτος άμμο
  2. (κατ’ επέκταση) άγονος τόπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.