αμετάβατα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμετάβατα < αμετάβατος + < (ελληνιστική κοινή) ἀμετάβατος < αρχαία ελληνική βαίνω

Επίρρημα

αμετάβατα

  1. χωρίς μετάβαση
  2. χωρίς να μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος σε κάποιο αντικείμενο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αμετάβατα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.