αμάσητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάσητος η αμάσητη το αμάσητο
      γενική του αμάσητου της αμάσητης του αμάσητου
    αιτιατική τον αμάσητο την αμάσητη το αμάσητο
     κλητική αμάσητε αμάσητη αμάσητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάσητοι οι αμάσητες τα αμάσητα
      γενική των αμάσητων των αμάσητων των αμάσητων
    αιτιατική τους αμάσητους τις αμάσητες τα αμάσητα
     κλητική αμάσητοι αμάσητες αμάσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάσητος < από το ρήμα μασάω-ώ

Επίθετο

αμάσητος

  1. για τροφή που δεν έχει υποστεί μάσημα πριν την κατάποση
  2. αποδοχή χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.