αλογοσούρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλογοσούρτης | οι | αλογοσούρτες |
| γενική | του | αλογοσούρτη | των | αλογοσουρτών |
| αιτιατική | τον | αλογοσούρτη | τους | αλογοσούρτες |
| κλητική | αλογοσούρτη | αλογοσούρτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλογοσούρτης < αλογοσύρτης < άλογο + σύρτης (<σύρω)
Μεταφράσεις
αλογοσούρτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.