αλογάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλογάς | οι | αλογάδες |
| γενική | του | αλογά | των | αλογάδων |
| αιτιατική | τον | αλογά | τους | αλογάδες |
| κλητική | αλογά | αλογάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.loˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λο‐γάς
- τονικό παρώνυμο: της αλόγας
Ουσιαστικό
αλογάς αρσενικό
Πηγές
- αλογάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλογάς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.