αλμύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλμύρα οι αλμύρες
      γενική της αλμύρας
    αιτιατική την αλμύρα τις αλμύρες
     κλητική αλμύρα αλμύρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλμύρα < μεσαιωνική ελληνική ἁλμύρα < αρχαία ελληνική ἁλμυρός < ἅλμη < ἅλς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₂l-, *séh₂ls.

Ουσιαστικό

αλμύρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.