αλλαξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαξιά οι αλλαξιές
      γενική της αλλαξιάς των αλλαξιών
    αιτιατική την αλλαξιά τις αλλαξιές
     κλητική αλλαξιά αλλαξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλαξιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλλαξιά θηλυκό

  1. το σύνολο από ρούχα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξει κάποιος αυτά που φοράει
    πάρε μαζί σου και δυο αλλαξιές εσώρουχα για κάθε ενδεχόμενο
  2. (σπάνιο) η ανταλλαγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.