αλκοολομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλκοολομετρικός | η | αλκοολομετρική | το | αλκοολομετρικό |
| γενική | του | αλκοολομετρικού | της | αλκοολομετρικής | του | αλκοολομετρικού |
| αιτιατική | τον | αλκοολομετρικό | την | αλκοολομετρική | το | αλκοολομετρικό |
| κλητική | αλκοολομετρικέ | αλκοολομετρική | αλκοολομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλκοολομετρικοί | οι | αλκοολομετρικές | τα | αλκοολομετρικά |
| γενική | των | αλκοολομετρικών | των | αλκοολομετρικών | των | αλκοολομετρικών |
| αιτιατική | τους | αλκοολομετρικούς | τις | αλκοολομετρικές | τα | αλκοολομετρικά |
| κλητική | αλκοολομετρικοί | αλκοολομετρικές | αλκοολομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλκοολομετρικός < αλκοολομέτρηση
Μεταφράσεις
αλκοολομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.