αλετροπόδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
| γενική | του | αλετροποδιού | των | αλετροποδιών |
| αιτιατική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
| κλητική | αλετροπόδι | αλετροπόδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλετροπόδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο)
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.