αλεστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεστικός η αλεστική το αλεστικό
      γενική του αλεστικού της αλεστικής του αλεστικού
    αιτιατική τον αλεστικό την αλεστική το αλεστικό
     κλητική αλεστικέ αλεστική αλεστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεστικοί οι αλεστικές τα αλεστικά
      γενική των αλεστικών των αλεστικών των αλεστικών
    αιτιατική τους αλεστικούς τις αλεστικές τα αλεστικά
     κλητική αλεστικοί αλεστικές αλεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλεστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αλεστικός

  1. που σχετίζεται με τη διαδικασία της άλεσης
  2. τα αλεστικά (ως ουσιαστικοποιημένο επιθετο): άλλοτε η αμοιβή του μυλωνά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.