αλεξανδρινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλεξανδρινισμός | οι | αλεξανδρινισμοί |
| γενική | του | αλεξανδρινισμού | των | αλεξανδρινισμών |
| αιτιατική | τον | αλεξανδρινισμό | τους | αλεξανδρινισμούς |
| κλητική | αλεξανδρινισμέ | αλεξανδρινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλεξανδρινισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική alexandrinisme[1] < alexandrin < αρχαία ελληνική Ἀλέξανδρος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
αλεξανδρινισμός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Αλέξανδρος
Μεταφράσεις
- αλεξανδρινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.