αλβανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλβανός | οι | αλβανοί |
| γενική | του | αλβανού | των | αλβανών |
| αιτιατική | τον | αλβανό | τους | αλβανούς |
| κλητική | αλβανέ | αλβανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλβανός αρσενικό (θηλυκό αλβανή)
- (επιθετική λειτουργία) ο Αλβανός
- (αργκό) το χαμηλής ποιότητας χασίσι που προέρχεται από την Αλβανία
Μεταφράσεις
αλβανός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.