αλβανοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλβανοκεντρισμός | οι | αλβανοκεντρισμοί |
| γενική | του | αλβανοκεντρισμού | των | αλβανοκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | αλβανοκεντρισμό | τους | αλβανοκεντρισμούς |
| κλητική | αλβανοκεντρισμέ | αλβανοκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλβανοκεντρισμός αρσενικό
- ιδεολογία σύμφωνα με την οποία δίνεται προτεραιότητα σε Αλβανικά στοιχεία (την παράδοση, την εθνική ταυτότητα)
Μεταφράσεις
αλβανοκεντρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.