αλατοπίπερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλατοπίπερο τα αλατοπίπερα
      γενική του αλατοπίπερου των αλατοπίπερων
    αιτιατική το αλατοπίπερο τα αλατοπίπερα
     κλητική αλατοπίπερο αλατοπίπερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλατοπίπερο < αλάτ(ι) + -ο- + πιπέρ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.la.toˈpi.pe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλατοπίπερο
σκεύη για αλατοπίπερο

Ουσιαστικό

αλατοπίπερο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.