αλαλούμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αλαλούμ ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) σύγχυση, ανακατωσούρα, αναστάτωση
- ※ Πάντως, ο δήμαρχος πρέπει επειγόντως να κάνει κάτι γι’ αυτήν την ασυδοσία στις φωτεινές ταμπέλες, για την αφισορρύπανση και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις που δημιουργούν ένα αισθητικό αλαλούμ. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)
Μεταφράσεις
αλαλούμ
|
Αναφορές
- αλαλούμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλαλούμ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.