ακτοφρουρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτοφρουρός οι ακτοφρουροί
      γενική του ακτοφρουρού των ακτοφρουρών
    αιτιατική τον ακτοφρουρό τους ακτοφρουρούς
     κλητική ακτοφρουρέ ακτοφρουροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτοφρουρός < ακτή + -ο- + φρουρός

Ουσιαστικό

ακτοφρουρός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.