ακροστιχίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροστιχίδα οι ακροστιχίδες
      γενική της ακροστιχίδας των ακροστιχίδων
    αιτιατική την ακροστιχίδα τις ακροστιχίδες
     κλητική ακροστιχίδα ακροστιχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροστιχίδα < (ελληνιστική κοινή) ἀκροστιχίς < ἄκρος + στίχος

Ουσιαστικό

ακροστιχίδα θηλυκό

  1. ποιητικό παιχνίδι κατά το οποίο τα αρχικά γράμματα κάθε στίχου αποτελούν μια λέξη όταν τα διαβάζουμε από πάνω προς τα κάτω
    • Έλα
      Λάβρη θάλασσα
      Λατρεύω τις καταιγίδες
      Αλλά όμως
      Δάκρυα
      Απεμπολούν τους φόβους μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.