ακροάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροάτρια οι ακροάτριες
      γενική της ακροάτριας των ακροατριών
    αιτιατική την ακροάτρια τις ακροάτριες
     κλητική ακροάτρια ακροάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροάτρια < ακροατής + -τρια

Ουσιαστικό

ακροάτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ακροατής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.