ακουομετρία

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ακουομετρία ακουομετρίες
γενική ακουομετρίας ακουομετριών
αιτιατική ακουομετρία ακουομετρίες
κλητική ακουομετρία ακουομετρίες

Ετυμολογία

ακουομετρία < ακουόμετρο + -ία < ακούω[1] + -μετρο

Ουσιαστικό

ακουομετρία θηλυκό

Συγγενικές λέξεις

Μεταφράσεις

Σημειώσεις

  1. λανθασμένα, αντί του σωστού ακοή + -μετρο: ακοομετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.