ακαμάτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαμάτρα οι ακαμάτρες
      γενική της ακαμάτρας
    αιτιατική την ακαμάτρα τις ακαμάτρες
     κλητική ακαμάτρα ακαμάτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαμάτρα < ακαμάτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ακαμάτρα

Ουσιαστικό

ακαμάτρα και ακαμάτισσα θηλυκό

η τεμπέλα, που αποφεύγει τον κάματο

Παροιμίες

  • με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.