αιμωδίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμωδίαση | οι | αιμωδιάσεις |
| γενική | της | αιμωδίασης* | των | αιμωδιάσεων |
| αιτιατική | την | αιμωδίαση | τις | αιμωδιάσεις |
| κλητική | αιμωδίαση | αιμωδιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αιμωδιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμωδίαση < αιμωδία < αρχαία ελληνική αἱμωδία
Μεταφράσεις
αιμωδίαση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.