αιθανόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθανόλη οι αιθανόλες
      γενική της αιθανόλης των αιθανολών
    αιτιατική την αιθανόλη τις αιθανόλες
     κλητική αιθανόλη αιθανόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιθανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethanol < ethyl (αιθύλιο) + alcohol (αλκοόλ)

Ουσιαστικό

αιθανόλη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.