αιθάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιθάνιο | τα | αιθάνια |
| γενική | του | αιθανίου & αιθάνιου |
των | αιθανίων |
| αιτιατική | το | αιθάνιο | τα | αιθάνια |
| κλητική | αιθάνιο | αιθάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιθάνιο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈθa.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐θά‐νι‐ο
Ουσιαστικό
αιθάνιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση, παράγωγη του πετρελαίου σε αέρια κατάσταση
-
αιθάνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.