αθυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθυμία | οι | αθυμίες |
| γενική | της | αθυμίας | των | αθυμιών |
| αιτιατική | την | αθυμία | τις | αθυμίες |
| κλητική | αθυμία | αθυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αθυμία < αρχαία ελληνική ἀθυμία
Ουσιαστικό
αθυμία θηλυκό
- ακεφιά, λύπη
- ※ Μιὰ σκέψις ὅμως παρευθὺς ἀπὸ τὴν ἀθυμία
τὸν βγάζει - τὸ ἐξαίσιον Οὗτος Ἐκεῖνος,
ποῦ ἄλλοτε στὸν ὕπνο του ἄκουσε ὁ Λουκιανός.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ούτος Εκείνος, στίχοι 8-10
- ※ Μιὰ σκέψις ὅμως παρευθὺς ἀπὸ τὴν ἀθυμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.