αθλήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθλήτρια οι αθλήτριες
      γενική της αθλήτριας των αθλητριών
    αιτιατική την αθλήτρια τις αθλήτριες
     κλητική αθλήτρια αθλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθλήτρια < αθλητής + -τρια

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈθli.tɾi.a/

Ουσιαστικό

αθλήτρια θηλυκό

  • αυτή που ασχολείται με ένα άθλημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.