αερόστρωμνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αερόστρωμνο | τα | αερόστρωμνα |
| γενική | του | αερόστρωμνου | των | αερόστρωμνων |
| αιτιατική | το | αερόστρωμνο | τα | αερόστρωμνα |
| κλητική | αερόστρωμνο | αερόστρωμνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αερόστρωμνο πολεμικού ναυτικού
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.eˈɾo.stɾo.mno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρό‐στρω‐μνο
Μεταφράσεις
αερόστρωμνο
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αερόστρωμνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.