αερόσουστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερόσουστα οι αερόσουστες
      γενική της αερόσουστας των αερόσουστων
    αιτιατική την αερόσουστα τις αερόσουστες
     κλητική αερόσουστα αερόσουστες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερόσουστα < αερό- + σούστα

Ουσιαστικό

αερόσουστα θηλυκό

  • η αερανάρτηση
      Ανάρτηση. Μπροστά: Ανεξάρτητη, διπλό ψαλίδι, αερόσουστα με προσαρμοζόμενο αποσβεστήρα, ράβδος σταθεροποίησης (Model S Εγχειρίδιο κατόχου, πρόσβαση 23/12/2022, )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.