αποσβεστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποσβεστήρας | οι | αποσβεστήρες |
| γενική | του | αποσβεστήρα | των | αποσβεστήρων |
| αιτιατική | τον | αποσβεστήρα | τους | αποσβεστήρες |
| κλητική | αποσβεστήρα | αποσβεστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσβεστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αποσβεστήρας αρσενικό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποσβεστήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.