αεριωθούμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριωθούμενο τα αεριωθούμενα
      γενική του αεριωθούμενου των αεριωθούμενων
    αιτιατική το αεριωθούμενο τα αεριωθούμενα
     κλητική αεριωθούμενο αεριωθούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεριωθούμενο < αέριο + ωθούμενο, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ωθούμενος του ρήματος ωθούμαι (παθητική φωνή του ωθώ

Ουσιαστικό

αεριωθούμενο ουδέτερο

Επίθετο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.