αεριτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αεριτζής | οι | αεριτζήδες |
| γενική | του | αεριτζή | των | αεριτζήδων |
| αιτιατική | τον | αεριτζή | τους | αεριτζήδες |
| κλητική | αεριτζή | αεριτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αεριτζής αρσενικό
- που προσπαθεί να αποκομίσει κέρδος ή άλλο όφελος είτε με ύποπτες δουλειές είτε δίνοντας κενές υποσχέσεις ή ψευδή εικόνα των δυνατοτήτων του, χωρίς όμως ποτέ να διακινδυνεύει δικά του κεφάλαια, (μεταφορικά) υπόσχεται αέρα
- για αχρείαστο μεσάζοντα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αεριτζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.