αεράμυνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεράμυνα | οι | αεράμυνες |
| γενική | της | αεράμυνας | των | (αεραμυνών) |
| αιτιατική | την | αεράμυνα | τις | αεράμυνες |
| κλητική | αεράμυνα | αεράμυνες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.