αδρεναλίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδρεναλίνη | οι | αδρεναλίνες |
| γενική | της | αδρεναλίνης | των | αδρεναλινών |
| αιτιατική | την | αδρεναλίνη | τις | αδρεναλίνες |
| κλητική | αδρεναλίνη | αδρεναλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδρεναλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική adrénaline < αγγλική adrenaline < adrenal + -ine (-ίνη) < ad- + renal < υστερολατινική renalis < λατινική renes, πληθυντικός αριθμός του ren < πρωτοϊταλική *hrēn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰren-
Συνώνυμα
- επινεφριδίνη[1]
- επινεφρίνη
Μεταφράσεις
αδρεναλίνη
- αδρεναλίνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.