αδιευκρινίστως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδιευκρινίστως < αδιευκρίνιστος + -ως < διευκρινίζω < αρχαία ελληνική διευκρινέω / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ði.ef.kɾiˈni.stos/

Επίρρημα

αδιευκρινίστως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.