αδελφή ψυχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδελφή ψυχή | οι | αδελφές ψυχές |
| γενική | της | αδελφής ψυχής | των | αδελφών ψυχών |
| αιτιατική | την | αδελφή ψυχή | τις | αδελφές ψυχές |
| κλητική | αδελφή ψυχή | αδελφές ψυχές | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
αδελφή ψυχή θηλυκό
- πρόσωπο με το οποίο έχουμε κοινά χαρακτηριστικά και ισχυρό πνευματικό δεσμό
- ↪ Είναι πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Είναι αδερφές ψυχές.
- άλλες μορφές: αδερφή ψυχή
Πηγές
- αδελφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αδελφός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.