αδαμαντουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδαμαντουργία | οι | αδαμαντουργίες |
| γενική | της | αδαμαντουργίας | των | αδαμαντουργιών |
| αιτιατική | την | αδαμαντουργία | τις | αδαμαντουργίες |
| κλητική | αδαμαντουργία | αδαμαντουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδαμαντουργία < αδαμαντουργός + -ία
Μεταφράσεις
αδαμαντουργία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.