αγωνοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγωνοθέτης | οι | αγωνοθέτες |
| γενική | του | αγωνοθέτη | των | αγωνοθετών |
| αιτιατική | τον | αγωνοθέτη | τους | αγωνοθέτες |
| κλητική | αγωνοθέτη | αγωνοθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγωνοθέτης < αρχαία ελληνική ἀγωνοθέτης (ο ιδρυτής αγώνα") < ἀγών + τίθημι
Ουσιαστικό
αγωνοθέτης αρσενικό
- εκείνος που προκηρύσσει δημόσιο διαγωνισμό που αφορά τέχνες ή γράμματα
- Ο ∆ιαγωνισμός διεξάγεται από το Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και ∆ικτύων (ΥΠΟΜΕ∆Ι) το οποίο θα εμφανίζεται στο εξής για συντομία με την ένδειξη «Αγωνοθέτης» (από προκήρυξη διαγωνισμού με θέμα "Αστική Θαλάσσια Συγκοινωνία Θεσσαλονίκης- Αρχιτεκτονικός ∆ιαγωνισμός Στάσεων")
Συγγενικά
- αγωνοθεσία
- αγωνοθετώ
Μεταφράσεις
αγωνοθέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.