αγρότισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρότισσα οι αγρότισσες
      γενική της αγρότισσας των αγροτισσών
    αιτιατική την αγρότισσα τις αγρότισσες
     κλητική αγρότισσα αγρότισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγρότισσα < αγρότ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

αγρότισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγρότης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.