αγροτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγροτιά οι αγροτιές
      γενική της αγροτιάς των αγροτιών
    αιτιατική την αγροτιά τις αγροτιές
     κλητική αγροτιά αγροτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Σπάνια στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγροτιά < αγρότης + -ιά

Ουσιαστικό

αγροτιά θηλυκό

  1. οι αγρότες στο σύνολό τους
    κατέβηκε η αγροτιά πάλι στους δρόμους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.