αγρονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρονομία οι αγρονομίες
      γενική της αγρονομίας των αγρονομιών
    αιτιατική την αγρονομία τις αγρονομίες
     κλητική αγρονομία αγρονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγρονομία < αγρονόμος

Ουσιαστικό

αγρονομία θηλυκό

  1. δημόσια υπηρεσία για την εποπτεία και φύλαξη των αγρών
    ο ιδιοκτήτης φέρνει κάθε μέρα τη αγρονομία και μας ελέγχει
  2. η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια της γης και τη γεωργική παραγωγή· η γεωπονία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.