αγροβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγροβιολογία | οι | αγροβιολογίες |
| γενική | της | αγροβιολογίας | των | αγροβιολογιών |
| αιτιατική | την | αγροβιολογία | τις | αγροβιολογίες |
| κλητική | αγροβιολογία | αγροβιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
αγροβιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.