αγριόκοτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριόκοτα | οι | αγριόκοτες |
| γενική | της | αγριόκοτας | των | (αγριοκοτών) |
| αιτιατική | την | αγριόκοτα | τις | αγριόκοτες |
| κλητική | αγριόκοτα | αγριόκοτες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγριόκοταθηλυκό
Συνώνυμα
- δασόκοτα
-
αγριόκοτα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.