αγριοφλισκούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοφλισκούνι τα αγριοφλισκούνια
      γενική του αγριοφλισκουνιού των αγριοφλισκουνιών
    αιτιατική το αγριοφλισκούνι τα αγριοφλισκούνια
     κλητική αγριοφλισκούνι αγριοφλισκούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοφλισκούνι < αγριο- + φλισκούνι

Ουσιαστικό

αγριοφλισκούνι ουδέτερο

  1. (βότανο) είδος βότανου (Origanum dictamnus)
     συνώνυμα: στομαχόχορτο
  2. (φυτό) μαύρο μαρρούβιο (Ballota nigra)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.