αγριλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγριλίσιος | η | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
| γενική | του | αγριλίσιου | της | αγριλίσιας | του | αγριλίσιου |
| αιτιατική | τον | αγριλίσιο | την | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
| κλητική | αγριλίσιε | αγριλίσια | αγριλίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγριλίσιοι | οι | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
| γενική | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων |
| αιτιατική | τους | αγριλίσιους | τις | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
| κλητική | αγριλίσιοι | αγριλίσιες | αγριλίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγριλίσιος < αγριλιά
Μεταφράσεις
αγριλίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.