αγρίεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγρίεμα | τα | αγριέματα |
| γενική | του | αγριέματος | των | αγριεμάτων |
| αιτιατική | το | αγρίεμα | τα | αγριέματα |
| κλητική | αγρίεμα | αγριέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγρίεμα ουδέτερο
- το να γίνεσαι άγριος απέναντι σε κάποιον, να προσπαθείς να τον φοβίσεις
- το αποτέλεσμα του αγριεύω (στην έκφραση του προσώπου)
- το ξαφνικό αγρίεμα της μορφής του έδειχνε ότι κάποια σκέψη άρχισε να τον βασανίζει
- το αποτέλεσμα του αγριεύω (για καιρικά φαινόμενα)
- το ξαφνικό αγρίεμα της θάλασσας έκανε τους ψαράδες να τρέξουν στην παραλία ανήσυχοι για τις βάρκες τους
- το αποτέλεσμα του αγριεύομαι, ο αιφνίδιος φόβος που νιώθει κάποιος όταν βρίσκεται μόνος σε ένα έρημο ή σκοτεινό μέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.