πρώιμα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
πρώιμα
- νωρίς, πρόωρα
- Πρώιμα έπιασε του κρύου, είπε άξαφνα η Κούλα, ύστερ’ από σύντομη σιγή, αφού έμαθε όσα ήθελε. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Β)
- Μα πρώιμα αρχίσατε τη διχόνοια και τη γκρίνια. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Τιμή και το Χρήμα/Κεφάλαιο Θ')
- Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα / νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη, / ποὺ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα, / πρώιμα χύθηκα κ' ἐγώ. (Γεράσιμος Μαρκοράς, Οι τέσσερις ώρες του χρόνου)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρώιμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρώιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.