πρωιμοθερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωιμοθερίζω | πρωιμοθέριζα | θα πρωιμοθερίζω | να πρωιμοθερίζω | πρωιμοθερίζοντας | |
| β' ενικ. | πρωιμοθερίζεις | πρωιμοθέριζες | θα πρωιμοθερίζεις | να πρωιμοθερίζεις | πρωιμοθέριζε | |
| γ' ενικ. | πρωιμοθερίζει | πρωιμοθέριζε | θα πρωιμοθερίζει | να πρωιμοθερίζει | ||
| α' πληθ. | πρωιμοθερίζουμε | πρωιμοθερίζαμε | θα πρωιμοθερίζουμε | να πρωιμοθερίζουμε | ||
| β' πληθ. | πρωιμοθερίζετε | πρωιμοθερίζατε | θα πρωιμοθερίζετε | να πρωιμοθερίζετε | πρωιμοθερίζετε | |
| γ' πληθ. | πρωιμοθερίζουν(ε) | πρωιμοθέριζαν πρωιμοθερίζαν(ε) |
θα πρωιμοθερίζουν(ε) | να πρωιμοθερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωιμοθέρισα | θα πρωιμοθερίσω | να πρωιμοθερίσω | πρωιμοθερίσει | ||
| β' ενικ. | πρωιμοθέρισες | θα πρωιμοθερίσεις | να πρωιμοθερίσεις | πρωιμοθέρισε | ||
| γ' ενικ. | πρωιμοθέρισε | θα πρωιμοθερίσει | να πρωιμοθερίσει | |||
| α' πληθ. | πρωιμοθερίσαμε | θα πρωιμοθερίσουμε | να πρωιμοθερίσουμε | |||
| β' πληθ. | πρωιμοθερίσατε | θα πρωιμοθερίσετε | να πρωιμοθερίσετε | πρωιμοθερίστε | ||
| γ' πληθ. | πρωιμοθέρισαν πρωιμοθερίσαν(ε) |
θα πρωιμοθερίσουν(ε) | να πρωιμοθερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρωιμοθερίσει | είχα πρωιμοθερίσει | θα έχω πρωιμοθερίσει | να έχω πρωιμοθερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρωιμοθερίσει | είχες πρωιμοθερίσει | θα έχεις πρωιμοθερίσει | να έχεις πρωιμοθερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωιμοθερίσει | είχε πρωιμοθερίσει | θα έχει πρωιμοθερίσει | να έχει πρωιμοθερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωιμοθερίσει | είχαμε πρωιμοθερίσει | θα έχουμε πρωιμοθερίσει | να έχουμε πρωιμοθερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωιμοθερίσει | είχατε πρωιμοθερίσει | θα έχετε πρωιμοθερίσει | να έχετε πρωιμοθερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωιμοθερίσει | είχαν πρωιμοθερίσει | θα έχουν πρωιμοθερίσει | να έχουν πρωιμοθερίσει |
| |
Μεταφράσεις
πρωιμοθερίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.