αγορήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγορήτρια | οι | αγορήτριες |
| γενική | της | αγορήτριας | των | αγορητριών |
| αιτιατική | την | αγορήτρια | τις | αγορήτριες |
| κλητική | αγορήτρια | αγορήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγορήτρια θηλυκό
- αυτή που αγορεύει, που εκφωνεί μια ομιλία, συνήθως σε μια συνεδρίαση πολιτικού σώματος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.