αγκιναριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκιναριά | οι | αγκιναριές |
| γενική | της | αγκιναριάς | των | αγκιναριών |
| αιτιατική | την | αγκιναριά | τις | αγκιναριές |
| κλητική | αγκιναριά | αγκιναριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκιναριά < αγκινάρ(α) + -ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.naɾˈʝa/ και σε γρήγορο λόγο: a.ɟi.naɾˈʝa
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκι‐να‐ριά
Μεταφράσεις
αγκιναριά
|
Πηγές
- αγκιναριά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.