αγιογραφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγιογραφώ < αγιο- + -γραφώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιογραφώ
τονικό παρώνυμο: αγιογράφο

Ρήμα

αγιογραφώ, αόρ.: αγιογράφησα, παθ.φωνή: αγιογραφούμαι, π.αόρ.: αγιογραφήθηκα, μτχ.π.π.: αγιογραφημένος

  • (ζωγραφική χριστιανισμός) ζωγραφίζω μορφές αγίων και γενικότερα θρησκευτικές σκηνές στο εσωτερικό ενός ναού
    το ναό αγιογράφησε ο Φώτης Κόντογλου
    άλλες μορφές: αγιογραφίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.